Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βεβουλευμένως
βεβρός
Βέβρυξ
βεβρώθω
Βεθσάνη
βειέλοπες
βεκκεσέληνος
βέκος
View word page
βεβηλόω
to profane
ShortDef
to profane
Debugging
Headword:
βεβηλόω
Headword (normalized):
βεβηλόω
Headword (normalized/stripped):
βεβηλοω
IDX:
17046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17047
Key:
Data
{'content': 'to profane'}