Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βεβουλευμένως
βεβρός
Βέβρυξ
βεβρώθω
Βεθσάνη
βειέλοπες
βεκκεσέληνος
View word page
βέβηλος
allowable to be trodden, permitted to human use

ShortDef

allowable to be trodden, permitted to human use

Debugging

Headword:
βέβηλος
Headword (normalized):
βέβηλος
Headword (normalized/stripped):
βεβηλος
IDX:
17045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17046
Key:

Data

{'content': 'allowable to be trodden, permitted to human use'}