Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βεβουλευμένως
βεβρός
Βέβρυξ
βεβρώθω
Βεθσάνη
βειέλοπες
View word page
βεβασανισμένως
with severe scrutiny

ShortDef

with severe scrutiny

Debugging

Headword:
βεβασανισμένως
Headword (normalized):
βεβασανισμένως
Headword (normalized/stripped):
βεβασανισμενως
IDX:
17044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17045
Key:

Data

{'content': 'with severe scrutiny'}