Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βδόλος
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βεβουλευμένως
βεβρός
Βέβρυξ
βεβρώθω
Βεθσάνη
View word page
βεβαιωτικός
confirmatory

ShortDef

confirmatory

Debugging

Headword:
βεβαιωτικός
Headword (normalized):
βεβαιωτικός
Headword (normalized/stripped):
βεβαιωτικος
IDX:
17043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17044
Key:

Data

{'content': 'confirmatory'}