Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βδέω
βδόλος
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βεβουλευμένως
βεβρός
Βέβρυξ
βεβρώθω
View word page
βεβαιωτής
one who gives assurance of

ShortDef

one who gives assurance of

Debugging

Headword:
βεβαιωτής
Headword (normalized):
βεβαιωτής
Headword (normalized/stripped):
βεβαιωτης
IDX:
17042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17043
Key:

Data

{'content': 'one who gives assurance of'}