Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέσμα
βδέω
βδόλος
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
βεβηλόω
βεβήλωσις
βεβιασμένως
βεβουλευμένως
View word page
βεβαίωμα
confirmation, proof

ShortDef

confirmation, proof

Debugging

Headword:
βεβαίωμα
Headword (normalized):
βεβαίωμα
Headword (normalized/stripped):
βεβαιωμα
IDX:
17039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17040
Key:

Data

{'content': 'confirmation, proof'}