Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέσμα
βδέω
βδόλος
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
βεβηλόω
View word page
βεβαιότης
firmness, steadfastness, stability, assurance, certainty
ShortDef
firmness, steadfastness, stability, assurance, certainty
Debugging
Headword:
βεβαιότης
Headword (normalized):
βεβαιότης
Headword (normalized/stripped):
βεβαιοτης
IDX:
17036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17037
Key:
Data
{'content': 'firmness, steadfastness, stability, assurance, certainty'}