Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βδελυκλέων
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέσμα
βδέω
βδόλος
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
βέβηλος
View word page
βέβαιος
firm, steady, steadfast, sure, certain
ShortDef
firm, steady, steadfast, sure, certain
Debugging
Headword:
βέβαιος
Headword (normalized):
βέβαιος
Headword (normalized/stripped):
βεβαιος
IDX:
17035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17036
Key:
Data
{'content': 'firm, steady, steadfast, sure, certain'}