Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βδελυγμός
Βδελυκλέων
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέσμα
βδέω
βδόλος
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
βεβασανισμένως
View word page
βδύλλω
to be in deadly fear of

ShortDef

to be in deadly fear of

Debugging

Headword:
βδύλλω
Headword (normalized):
βδύλλω
Headword (normalized/stripped):
βδυλλω
IDX:
17034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17035
Key:

Data

{'content': 'to be in deadly fear of'}