Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βδελυγμία
βδελυγμός
Βδελυκλέων
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέσμα
βδέω
βδόλος
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
βεβαιωτικός
View word page
βδόλος
stench, stink
ShortDef
stench, stink
Debugging
Headword:
βδόλος
Headword (normalized):
βδόλος
Headword (normalized/stripped):
βδολος
IDX:
17033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17034
Key:
Data
{'content': 'stench, stink'}