Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυγμός
Βδελυκλέων
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέσμα
βδέω
βδόλος
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
βεβαίωσις
βεβαιωτέον
βεβαιωτής
View word page
βδέω
to break wind
ShortDef
to break wind
Debugging
Headword:
βδέω
Headword (normalized):
βδέω
Headword (normalized/stripped):
βδεω
IDX:
17032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17033
Key:
Data
{'content': 'to break wind'}