Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βδέλλιον
βδελλιστέον
βδελλολάρυγξ
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυγμός
Βδελυκλέων
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέσμα
βδέω
βδόλος
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
βεβαιόω
βεβαίωμα
View word page
βδελυρός
loathsome, disgusting, brutal

ShortDef

loathsome, disgusting, brutal

Debugging

Headword:
βδελυρός
Headword (normalized):
βδελυρός
Headword (normalized/stripped):
βδελυρος
IDX:
17029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17030
Key:

Data

{'content': 'loathsome, disgusting, brutal'}