Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βδέλλα
βδελλίζω
βδέλλιον
βδελλιστέον
βδελλολάρυγξ
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυγμός
Βδελυκλέων
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέσμα
βδέω
βδόλος
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιότροπος
View word page
βδελυρεύομαι
to behave in a brutal manner
ShortDef
to behave in a brutal manner
Debugging
Headword:
βδελυρεύομαι
Headword (normalized):
βδελυρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
βδελυρευομαι
IDX:
17027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17028
Key:
Data
{'content': 'to behave in a brutal manner'}