Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βδαλεύς
βδάλλω
βδάλσις
βδέλλα
βδελλίζω
βδέλλιον
βδελλιστέον
βδελλολάρυγξ
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυγμός
Βδελυκλέων
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέσμα
βδέω
βδόλος
βδύλλω
View word page
βδελυγμός
abomination
ShortDef
abomination
Debugging
Headword:
βδελυγμός
Headword (normalized):
βδελυγμός
Headword (normalized/stripped):
βδελυγμος
IDX:
17024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17025
Key:
Data
{'content': 'abomination'}