Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάψιμος
βάψις
βδαλεύς
βδάλλω
βδάλσις
βδέλλα
βδελλίζω
βδέλλιον
βδελλιστέον
βδελλολάρυγξ
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυγμός
Βδελυκλέων
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέσμα
βδέω
View word page
βδέλυγμα
an abomination
ShortDef
an abomination
Debugging
Headword:
βδέλυγμα
Headword (normalized):
βδέλυγμα
Headword (normalized/stripped):
βδελυγμα
IDX:
17022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17023
Key:
Data
{'content': 'an abomination'}