Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαφεύς
βαφή
βαφικός
βάφισσα
βάψιμος
βάψις
βδαλεύς
βδάλλω
βδάλσις
βδέλλα
βδελλίζω
βδέλλιον
βδελλιστέον
βδελλολάρυγξ
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυγμός
Βδελυκλέων
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
View word page
βδελλίζω
bleed with leeches

ShortDef

bleed with leeches

Debugging

Headword:
βδελλίζω
Headword (normalized):
βδελλίζω
Headword (normalized/stripped):
βδελλιζω
IDX:
17018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17019
Key:

Data

{'content': 'bleed with leeches'}