Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαφεῖον
βαφεύς
βαφή
βαφικός
βάφισσα
βάψιμος
βάψις
βδαλεύς
βδάλλω
βδάλσις
βδέλλα
βδελλίζω
βδέλλιον
βδελλιστέον
βδελλολάρυγξ
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυγμός
Βδελυκλέων
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
View word page
βδέλλα
a leech

ShortDef

a leech

Debugging

Headword:
βδέλλα
Headword (normalized):
βδέλλα
Headword (normalized/stripped):
βδελλα
IDX:
17017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17018
Key:

Data

{'content': 'a leech'}