Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαῦνος
βαϋστικός
βαφεῖον
βαφεύς
βαφή
βαφικός
βάφισσα
βάψιμος
βάψις
βδαλεύς
βδάλλω
βδάλσις
βδέλλα
βδελλίζω
βδέλλιον
βδελλιστέον
βδελλολάρυγξ
βδέλυγμα
βδελυγμία
View word page
βάψις
dipping, tempering
ShortDef
dipping, tempering
Debugging
Headword:
βάψις
Headword (normalized):
βάψις
Headword (normalized/stripped):
βαψις
IDX:
17013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17014
Key:
Data
{'content': 'dipping, tempering'}