Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαυκισμός
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαῦνος
βαϋστικός
βαφεῖον
βαφεύς
βαφή
βαφικός
βάφισσα
βάψιμος
βάψις
βδαλεύς
βδάλλω
βδάλσις
βδέλλα
βδελλίζω
βδέλλιον
βδελλιστέον
βδελλολάρυγξ
βδέλυγμα
View word page
βάψιμος
to be dyed
ShortDef
to be dyed
Debugging
Headword:
βάψιμος
Headword (normalized):
βάψιμος
Headword (normalized/stripped):
βαψιμος
IDX:
17012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17013
Key:
Data
{'content': 'to be dyed'}