Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαύκισμα
βαυκισμός
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαῦνος
βαϋστικός
βαφεῖον
βαφεύς
βαφή
βαφικός
βάφισσα
βάψιμος
βάψις
βδαλεύς
βδάλλω
βδάλσις
βδέλλα
βδελλίζω
βδέλλιον
βδελλιστέον
βδελλολάρυγξ
View word page
βάφισσα
female dyer

ShortDef

female dyer

Debugging

Headword:
βάφισσα
Headword (normalized):
βάφισσα
Headword (normalized/stripped):
βαφισσα
IDX:
17011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17012
Key:

Data

{'content': 'female dyer'}