Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαυκίζω
βαύκισμα
βαυκισμός
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαῦνος
βαϋστικός
βαφεῖον
βαφεύς
βαφή
βαφικός
βάφισσα
βάψιμος
βάψις
βδαλεύς
βδάλλω
βδάλσις
βδέλλα
βδελλίζω
βδέλλιον
βδελλιστέον
View word page
βαφικός
fit for dyeing

ShortDef

fit for dyeing

Debugging

Headword:
βαφικός
Headword (normalized):
βαφικός
Headword (normalized/stripped):
βαφικος
IDX:
17010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17011
Key:

Data

{'content': 'fit for dyeing'}