Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαυκίδες
βαυκίζω
βαύκισμα
βαυκισμός
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαῦνος
βαϋστικός
βαφεῖον
βαφεύς
βαφή
βαφικός
βάφισσα
βάψιμος
βάψις
βδαλεύς
βδάλλω
βδάλσις
βδέλλα
βδελλίζω
βδέλλιον
View word page
βαφή
a dipping
ShortDef
a dipping
Debugging
Headword:
βαφή
Headword (normalized):
βαφή
Headword (normalized/stripped):
βαφη
IDX:
17009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17010
Key:
Data
{'content': 'a dipping'}