Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαύκαλις
βαυκίδες
βαυκίζω
βαύκισμα
βαυκισμός
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαῦνος
βαϋστικός
βαφεῖον
βαφεύς
βαφή
βαφικός
βάφισσα
βάψιμος
βάψις
βδαλεύς
βδάλλω
βδάλσις
βδέλλα
βδελλίζω
View word page
βαφεύς
a dyer

ShortDef

a dyer

Debugging

Headword:
βαφεύς
Headword (normalized):
βαφεύς
Headword (normalized/stripped):
βαφευς
IDX:
17008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17009
Key:

Data

{'content': 'a dyer'}