Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαυκάλησις
βαυκάλιον
βαύκαλις
βαυκίδες
βαυκίζω
βαύκισμα
βαυκισμός
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαῦνος
βαϋστικός
βαφεῖον
βαφεύς
βαφή
βαφικός
βάφισσα
βάψιμος
βάψις
βδαλεύς
βδάλλω
βδάλσις
View word page
βαϋστικός
inclined to bark

ShortDef

inclined to bark

Debugging

Headword:
βαϋστικός
Headword (normalized):
βαϋστικός
Headword (normalized/stripped):
βαυστικος
IDX:
17006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17007
Key:

Data

{'content': 'inclined to bark'}