Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαυκάλη
βαυκάλημα
βαυκάλησις
βαυκάλιον
βαύκαλις
βαυκίδες
βαυκίζω
βαύκισμα
βαυκισμός
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαῦνος
βαϋστικός
βαφεῖον
βαφεύς
βαφή
βαφικός
βάφισσα
βάψιμος
βάψις
βδαλεύς
View word page
βαυκός
prudish

ShortDef

prudish

Debugging

Headword:
βαυκός
Headword (normalized):
βαυκός
Headword (normalized/stripped):
βαυκος
IDX:
17004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17005
Key:

Data

{'content': 'prudish'}