Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαυκαλάω
βαυκάλη
βαυκάλημα
βαυκάλησις
βαυκάλιον
βαύκαλις
βαυκίδες
βαυκίζω
βαύκισμα
βαυκισμός
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαῦνος
βαϋστικός
βαφεῖον
βαφεύς
βαφή
βαφικός
βάφισσα
βάψιμος
βάψις
View word page
βαυκοπανοῦργος
a paltry braggart

ShortDef

a paltry braggart

Debugging

Headword:
βαυκοπανοῦργος
Headword (normalized):
βαυκοπανοῦργος
Headword (normalized/stripped):
βαυκοπανουργος
IDX:
17003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17004
Key:

Data

{'content': 'a paltry braggart'}