Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαυβάω
βαΰζω
βαυκαλάω
βαυκάλη
βαυκάλημα
βαυκάλησις
βαυκάλιον
βαύκαλις
βαυκίδες
βαυκίζω
βαύκισμα
βαυκισμός
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαῦνος
βαϋστικός
βαφεῖον
βαφεύς
βαφή
βαφικός
βάφισσα
View word page
βαύκισμα
coyness, affectation

ShortDef

coyness, affectation

Debugging

Headword:
βαύκισμα
Headword (normalized):
βαύκισμα
Headword (normalized/stripped):
βαυκισμα
IDX:
17001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17002
Key:

Data

{'content': 'coyness, affectation'}