Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαῦ
βαυβάω
βαΰζω
βαυκαλάω
βαυκάλη
βαυκάλημα
βαυκάλησις
βαυκάλιον
βαύκαλις
βαυκίδες
βαυκίζω
βαύκισμα
βαυκισμός
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαῦνος
βαϋστικός
βαφεῖον
βαφεύς
βαφή
βαφικός
View word page
βαυκίζω
to play the prude

ShortDef

to play the prude

Debugging

Headword:
βαυκίζω
Headword (normalized):
βαυκίζω
Headword (normalized/stripped):
βαυκιζω
IDX:
17000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17001
Key:

Data

{'content': 'to play the prude'}