Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαύ
βαῦ
βαυβάω
βαΰζω
βαυκαλάω
βαυκάλη
βαυκάλημα
βαυκάλησις
βαυκάλιον
βαύκαλις
βαυκίδες
βαυκίζω
βαύκισμα
βαυκισμός
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαῦνος
βαϋστικός
βαφεῖον
βαφεύς
βαφή
View word page
βαυκίδες
woman's shoes

ShortDef

woman's shoes

Debugging

Headword:
βαυκίδες
Headword (normalized):
βαυκίδες
Headword (normalized/stripped):
βαυκιδες
IDX:
16999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17000
Key:

Data

{'content': "woman's shoes"}