Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαττολογέω
Βάττος
βάττος
βατύλη
βατώδης
βαύ
βαῦ
βαυβάω
βαΰζω
βαυκαλάω
βαυκάλη
βαυκάλημα
βαυκάλησις
βαυκάλιον
βαύκαλις
βαυκίδες
βαυκίζω
βαύκισμα
βαυκισμός
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
View word page
βαυκάλη
cradle
ShortDef
cradle
Debugging
Headword:
βαυκάλη
Headword (normalized):
βαυκάλη
Headword (normalized/stripped):
βαυκαλη
IDX:
16994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16995
Key:
Data
{'content': 'cradle'}