Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βατταριστής
βαττολογέω
Βάττος
βάττος
βατύλη
βατώδης
βαύ
βαῦ
βαυβάω
βαΰζω
βαυκαλάω
βαυκάλη
βαυκάλημα
βαυκάλησις
βαυκάλιον
βαύκαλις
βαυκίδες
βαυκίζω
βαύκισμα
βαυκισμός
βαυκοπανοῦργος
View word page
βαυκαλάω
lull to sleep

ShortDef

lull to sleep

Debugging

Headword:
βαυκαλάω
Headword (normalized):
βαυκαλάω
Headword (normalized/stripped):
βαυκαλαω
IDX:
16993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16994
Key:

Data

{'content': 'lull to sleep'}