Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βατταρισμός
βατταριστής
βαττολογέω
Βάττος
βάττος
βατύλη
βατώδης
βαύ
βαῦ
βαυβάω
βαΰζω
βαυκαλάω
βαυκάλη
βαυκάλημα
βαυκάλησις
βαυκάλιον
βαύκαλις
βαυκίδες
βαυκίζω
βαύκισμα
βαυκισμός
View word page
βαΰζω
to cry bow wow, bark
ShortDef
to cry bow wow, bark
Debugging
Headword:
βαΰζω
Headword (normalized):
βαΰζω
Headword (normalized/stripped):
βαυζω
IDX:
16992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16993
Key:
Data
{'content': 'to cry bow wow, bark'}