Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βάτραχος
βατταρίζω
βατταρισμός
βατταριστής
βαττολογέω
Βάττος
βάττος
βατύλη
βατώδης
βαύ
βαῦ
βαυβάω
βαΰζω
βαυκαλάω
βαυκάλη
βαυκάλημα
βαυκάλησις
βαυκάλιον
βαύκαλις
βαυκίδες
βαυκίζω
View word page
βαῦ
flower
ShortDef
flower
Debugging
Headword:
βαῦ
Headword (normalized):
βαῦ
Headword (normalized/stripped):
βαυ
IDX:
16990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16991
Key:
Data
{'content': 'flower'}