Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάτραχος
Βάτραχος
βατταρίζω
βατταρισμός
βατταριστής
βαττολογέω
Βάττος
βάττος
βατύλη
βατώδης
βαύ
βαῦ
βαυβάω
βαΰζω
βαυκαλάω
βαυκάλη
βαυκάλημα
βαυκάλησις
βαυκάλιον
βαύκαλις
βαυκίδες
View word page
βαύ
bow, wow
ShortDef
bow, wow
Debugging
Headword:
βαύ
Headword (normalized):
βαύ
Headword (normalized/stripped):
βαυ
IDX:
16989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16990
Key:
Data
{'content': 'bow, wow'}