Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βατραχίζω
βατράχιον
βατραχιοῦν
βατραχίς
βατραχίσκοι
βατραχίτης
βατραχομυομαχία
βάτραχος
Βάτραχος
βατταρίζω
βατταρισμός
βατταριστής
βαττολογέω
Βάττος
βάττος
βατύλη
βατώδης
βαύ
βαῦ
βαυβάω
βαΰζω
View word page
βατταρισμός
stuttering
ShortDef
stuttering
Debugging
Headword:
βατταρισμός
Headword (normalized):
βατταρισμός
Headword (normalized/stripped):
βατταρισμος
IDX:
16982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16983
Key:
Data
{'content': 'stuttering'}