Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βατράχειος
βατραχίζω
βατράχιον
βατραχιοῦν
βατραχίς
βατραχίσκοι
βατραχίτης
βατραχομυομαχία
βάτραχος
Βάτραχος
βατταρίζω
βατταρισμός
βατταριστής
βαττολογέω
Βάττος
βάττος
βατύλη
βατώδης
βαύ
βαῦ
βαυβάω
View word page
βατταρίζω
to stutter
ShortDef
to stutter
Debugging
Headword:
βατταρίζω
Headword (normalized):
βατταρίζω
Headword (normalized/stripped):
βατταριζω
IDX:
16981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16982
Key:
Data
{'content': 'to stutter'}