Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάτος2
βάτος3
βατράχειος
βατραχίζω
βατράχιον
βατραχιοῦν
βατραχίς
βατραχίσκοι
βατραχίτης
βατραχομυομαχία
βάτραχος
Βάτραχος
βατταρίζω
βατταρισμός
βατταριστής
βαττολογέω
Βάττος
βάττος
βατύλη
βατώδης
βαύ
View word page
βάτραχος
a frog

ShortDef

a frog
Batrachus

Debugging

Headword:
βάτραχος
Headword (normalized):
βάτραχος
Headword (normalized/stripped):
βατραχος
IDX:
16979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16980
Key:

Data

{'content': 'a frog'}