Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάτος
βατός
βάτος2
βάτος3
βατράχειος
βατραχίζω
βατράχιον
βατραχιοῦν
βατραχίς
βατραχίσκοι
βατραχίτης
βατραχομυομαχία
βάτραχος
Βάτραχος
βατταρίζω
βατταρισμός
βατταριστής
βαττολογέω
Βάττος
βάττος
βατύλη
View word page
βατραχίτης
a frog-green
ShortDef
a frog-green
Debugging
Headword:
βατραχίτης
Headword (normalized):
βατραχίτης
Headword (normalized/stripped):
βατραχιτης
IDX:
16977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16978
Key:
Data
{'content': 'a frog-green'}