Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βατοδρόπος
βατόεις
βάτον
βάτος
βατός
βάτος2
βάτος3
βατράχειος
βατραχίζω
βατράχιον
βατραχιοῦν
βατραχίς
βατραχίσκοι
βατραχίτης
βατραχομυομαχία
βάτραχος
Βάτραχος
βατταρίζω
βατταρισμός
βατταριστής
βαττολογέω
View word page
βατραχιοῦν
a court of law

ShortDef

a court of law

Debugging

Headword:
βατραχιοῦν
Headword (normalized):
βατραχιοῦν
Headword (normalized/stripped):
βατραχιουν
IDX:
16974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16975
Key:

Data

{'content': 'a court of law'}