Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βατιδοσκόπος
Βατίεια
βάτινον
βάτιον
βατίς
βατοδρόπος
βατόεις
βάτον
βάτος
βατός
βάτος2
βάτος3
βατράχειος
βατραχίζω
βατράχιον
βατραχιοῦν
βατραχίς
βατραχίσκοι
βατραχίτης
βατραχομυομαχία
βάτραχος
View word page
βάτος2
fish
ShortDef
a bramble-bush
fish
Hebr. measure, bath
Debugging
Headword:
βάτος2
Headword (normalized):
βάτος
Headword (normalized/stripped):
βατος2
IDX:
16969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16970
Key:
Data
{'content': 'fish'}