Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βατιάκη
βατιδοσκόπος
Βατίεια
βάτινον
βάτιον
βατίς
βατοδρόπος
βατόεις
βάτον
βάτος
βατός
βάτος2
βάτος3
βατράχειος
βατραχίζω
βατράχιον
βατραχιοῦν
βατραχίς
βατραχίσκοι
βατραχίτης
βατραχομυομαχία
View word page
βατός
passable
ShortDef
passable
Debugging
Headword:
βατός
Headword (normalized):
βατός
Headword (normalized/stripped):
βατος
IDX:
16968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16969
Key:
Data
{'content': 'passable'}