Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βατιά
βατιάκη
βατιδοσκόπος
Βατίεια
βάτινον
βάτιον
βατίς
βατοδρόπος
βατόεις
βάτον
βάτος
βατός
βάτος2
βάτος3
βατράχειος
βατραχίζω
βατράχιον
βατραχιοῦν
βατραχίς
βατραχίσκοι
βατραχίτης
View word page
βάτος
a bramble-bush

ShortDef

a bramble-bush
fish
Hebr. measure, bath

Debugging

Headword:
βάτος
Headword (normalized):
βάτος
Headword (normalized/stripped):
βατος
IDX:
16967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16968
Key:

Data

{'content': 'a bramble-bush'}