Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βατέω
Βατή
βατήρ
βατηρίς
βάτης
βατιά
βατιάκη
βατιδοσκόπος
Βατίεια
βάτινον
βάτιον
βατίς
βατοδρόπος
βατόεις
βάτον
βάτος
βατός
βάτος2
βάτος3
βατράχειος
βατραχίζω
View word page
βάτιον
mulberry

ShortDef

mulberry

Debugging

Headword:
βάτιον
Headword (normalized):
βάτιον
Headword (normalized/stripped):
βατιον
IDX:
16962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16963
Key:

Data

{'content': 'mulberry'}