Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
Βατή
βατήρ
βατηρίς
βάτης
βατιά
βατιάκη
βατιδοσκόπος
Βατίεια
βάτινον
βάτιον
βατίς
βατοδρόπος
βατόεις
βάτον
βάτος
View word page
βατιά
bush, thicket

ShortDef

bush, thicket

Debugging

Headword:
βατιά
Headword (normalized):
βατιά
Headword (normalized/stripped):
βατια
IDX:
16957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16958
Key:

Data

{'content': 'bush, thicket'}