Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
Βατή
βατήρ
βατηρίς
βάτης
βατιά
βατιάκη
βατιδοσκόπος
Βατίεια
βάτινον
βάτιον
βατίς
βατοδρόπος
βατόεις
βάτον
View word page
βάτης
one that treads

ShortDef

one that treads

Debugging

Headword:
βάτης
Headword (normalized):
βάτης
Headword (normalized/stripped):
βατης
IDX:
16956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16957
Key:

Data

{'content': 'one that treads'}