Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
Βατή
βατήρ
βατηρίς
βάτης
βατιά
βατιάκη
βατιδοσκόπος
Βατίεια
βάτινον
βάτιον
βατίς
βατοδρόπος
βατόεις
View word page
βατηρίς
a mounting

ShortDef

a mounting

Debugging

Headword:
βατηρίς
Headword (normalized):
βατηρίς
Headword (normalized/stripped):
βατηρις
IDX:
16955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16956
Key:

Data

{'content': 'a mounting'}