Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
Βατή
βατήρ
βατηρίς
βάτης
βατιά
βατιάκη
βατιδοσκόπος
Βατίεια
βάτινον
βάτιον
βατίς
View word page
Βατή
Bate, Attic deme

ShortDef

Bate, Attic deme

Debugging

Headword:
Βατή
Headword (normalized):
βατή
Headword (normalized/stripped):
βατη
IDX:
16953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16954
Key:

Data

{'content': 'Bate, Attic deme'}