Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
Βατή
βατήρ
βατηρίς
βάτης
βατιά
βατιάκη
βατιδοσκόπος
Βατίεια
βάτινον
βάτιον
View word page
βατέω
to tread, cover

ShortDef

to tread, cover

Debugging

Headword:
βατέω
Headword (normalized):
βατέω
Headword (normalized/stripped):
βατεω
IDX:
16952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16953
Key:

Data

{'content': 'to tread, cover'}