Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
Βατή
βατήρ
βατηρίς
βάτης
βατιά
βατιάκη
βατιδοσκόπος
Βατίεια
βάτινον
View word page
βατεύω
trample, damage
ShortDef
trample, damage
Debugging
Headword:
βατεύω
Headword (normalized):
βατεύω
Headword (normalized/stripped):
βατευω
IDX:
16951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16952
Key:
Data
{'content': 'trample, damage'}