Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
Βατή
βατήρ
βατηρίς
βάτης
βατιά
βατιάκη
βατιδοσκόπος
Βατίεια
View word page
βάτελλα
patella

ShortDef

patella

Debugging

Headword:
βάτελλα
Headword (normalized):
βάτελλα
Headword (normalized/stripped):
βατελλα
IDX:
16950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16951
Key:

Data

{'content': 'patella'}